The 7 Monsters of Pollution
Κεφάλαιο 4ο
Ο Καταστροφέας Δασών
Μια ωραία και ηλιόλουστη ημέρα τα παιδιά του 6ου Δημοτικού Σχολείου Λιβαδειάς προετοιμάζονταν για να πάνε εκδρομή στο κοντινό τους βουνό, τον Ελικώνα! Ο Ελικώνας είναι ένα ψηλό βουνό, γεμάτο θεόρατα έλατα, με όμορφα και μυρωδάτα λουλούδια και παραδοσιακά χωριουδάκια. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ήταν το βουνό των Εννέα Μουσών, γιατί ήταν μαγευτικό. Εκεί, λοιπόν, ήθελαν να πάνε...
Ξεκίνησαν πρωί πρωί με το λεωφορείο και στη διαδρομή τραγουδούσαν χαρούμενα, αφού ανυπομονούσαν να φτάσουν. Λίγο μετά την αναχώρησή τους, άρχισαν να βλέπουν καπνούς, στάχτες να πετούν τριγύρω και να μυρίζουν καμένο ξύλο.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους είδαν παντού φλόγες και τρόμαξαν! Γρήγορα έτρεξαν να τις σβήσουν με τα μπουκάλια από το νερό, που είχαν μαζί τους. Ευτυχώς τα κατάφεραν και γρήγορα την έσβησαν, δυστυχώς όμως η εκδρομή τους είχε καταστραφεί!
Αποφάσισαν να φύγουν και να επιστρέψουν στο σχολείο τους, όταν παρατήρησαν ένα θεόρατο τσεκούρι καρφωμένο σε ένα κομμένο έλατο! Ξαφνικά κάποια παιδιά είδαν μια σκιά να έρχεται προς το μέρος τους!
Ήταν ένα τέρας με τετράγωνο κεφάλι και κόκκινα μάτια! Από το στόμα έφτυνε λάσπη και για γλώσσα είχε ένα δέντρο, ενώ τα μαλλιά του ήταν σγουρά και πράσινα που έβγαζαν φλόγες. Για σώμα είχε ένα τεράστιο κορμό, τα χέρια του ήταν μεγάλα τσεκούρια, ενώ τα πόδια του ήταν δυο τεράστια ξυλοπόδαρα με δάκτυλα από ρίζες. Ήταν ο Καταστροφέας Δασών, που μισούσε τα δάση και λάτρευε τις μεγάλες πόλεις με τις πολυκατοικίες!
Τα παιδιά πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν. Ο Καταστροφέας τα κυνήγησε, γιατί τα παιδιά σβήνοντας την πυρκαγιά, είχαν χαλάσει τα σχέδια του για τις πολυκατοικίες, που ήθελε να φτιάξει σε εκείνο το μέρος.
Τα παιδιά κρύφτηκαν σε μια σπηλιά και περίμεναν μέχρι το τέρας, που τριγυρνούσε έξω, να φύγει. Νύχτωσε όμως και καθώς ήταν φοβισμένα, άρχισαν να κρυώνουν και να πεινούν. Ένα παιδί ευχήθηκε να εμφανιζόταν ένας θεός και να τους βοηθούσε, αφού ο Ελικώνας ήταν το μαγικό βουνό των Εννέα Μουσών, που ήταν φίλες με τους Δώδεκα Θεούς του Ολύμπου. Ξαφνικά, είδαν μια τεράστια λάμψη και εμφανίστηκε μπροστά τους ο θεός Διόνυσος. Εκείνος τα ρώτησε τι πρόβλημα αντιμετώπιζαν και ζήτησαν από κάποιο αρχαίο θεό να εμφανιστεί. Μόλις έμαθε για τον καταστροφέα δασών, κατάλαβε ότι ήταν κάποιος από τους παλιούς Γίγαντες και αποφάσισε να τα βοηθήσει.
Αποφάσισαν να βγουν από τη σπηλιά δύο θαρραλέα παιδιά, και να τρέξουν μακριά ώστε το τέρας να τα κυνηγήσει και να απομακρυνθεί από τη σπηλιά. Τα υπόλοιπα μαζί με το θεό Διόνυσο θα έψαχναν να βρουν το σπίτι του Καταστροφέα Δασών.
Πράγματι έτσι έγινε, μόλις το τέρας έφυγε βγήκαν από τη σπηλιά και άρχισαν να ψάχνουν στο δάσος για το σπίτι του. Όταν το ανακάλυψαν, μπήκαν μέσα και με τη βοήθεια του θεού Διονύσου έριξαν στο φαγητό του μαγεμένο κρασί. Μετά βγήκαν έξω και κρύφτηκαν πίσω από έναν μεγάλο βράχο.
Μετά από λίγη ώρα γύρισε το τέρας, με τα δύο παιδιά που είχε πιάσει. Τα έβαλε σε ένα κλουβί, τα φοβέρισε ότι θα τα σκοτώσει και έκατσε να φάει. Μόλις δοκίμασε το φαγητό λύθηκαν τα μάγια και μεταμορφώθηκε στον καλό γίγαντα που προστατεύει τα δάση. Μόλις είδε τα φυλακισμένα παιδιά, τα ρώτησε γιατί είναι εκεί και όταν εκείνα του εξήγησαν τι είχε συμβεί, άρχισε να κλαίει, αφού κατάλαβε πόσο κακός ήταν.
Τότε πλησίασαν και τα υπόλοιπα παιδιά μαζί με το θεό Διόνυσο και άρχισαν να τον παρηγορούν λέγοντάς του ότι όλα αυτά πέρασαν και ότι διορθώσουν μαζί ότι άσχημο είχε κάνει! Μάλιστα τα παιδιά σκέφτηκαν να δώσουν ένα νέο όνομα στον καινούριο τους φίλο για να του φτιάξουν το κέφι, τον ονόμασαν Forestious Protectius!
Αμέσως ο καλός Γίγαντας έτρεξε να βρει το τσεκούρι, που είχε χάσει στο δάσος και με αυτό άρχισε να γκρεμίζει όσες πολυκατοικίες είχε κτίσει στα βουνά και ήταν ακατοίκητες. Τα παιδιά με τη βοήθεια του θεού Διονύσου φύτευαν δέντρα και σύντομα όλη η περιοχή τους ήταν ξανά πράσινη.
Ο θεός Διόνυσος είπε στον Forestious Protectius για τους υπόλοιπους γίγαντες και τότε εκείνος αποφάσισε να επισκεφθεί τους παλιούς του φίλους και να τους βοηθήσει να διορθώσουν όσα άσχημα πράγματα είχαν κάνει! Τα παιδιά τον αποχαιρέτισαν και εκείνος ξεκίνησε το ταξίδι του, πρώτος προρισμός του ήταν ο Cityhapiness, που ζούσε στη Θεσσαλονίκη!